σιλούρων

σιλούρων
σίλουρος
silurus
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιλούριος — α, ο, θηλ. και ος, Ν [Σίλουροι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή στη χώρα τών Σιλούρων, κατοίκων τής Βρεττανίας που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους 2. φρ. «σιλούρια περίοδος» ή, απλώς, «το σιλούριο» γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”